φορτσάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορτσάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική forzare < forza
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /foɾˈt͡sa.ɾo/
Ρήμα επεξεργασία
φορτσάρω
- (προφορικό) βάζω δύναμη, πιέζω
- (προφορικό) πιέζομαι, εντείνω τις προσπάθειές μου για να βελτιώσω την απόδοση, επίδοσή μου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φόρτσα