φιξαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
φιξαρισμένος < φιξάρω < φιξ < γαλλικό fixe
Μετοχή επεξεργασία
φιξαρισμένος ,-η,-ο
- κάτι σταθερό που έχει καθοριστεί και δεν μεταβάλλεται
- φιξαρισμένο ραντεβού, ημερομηνία, μηχάνημα (οι ενδείξεις ή οι προδιαγραφές του)
- που δεν αποσυναρμολογείται, είναι σταθερό, αμετακίνητο (έπιπλο, δοκός, τροχόσπιτο κ.λπ. αντικείμενα)