Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιξαρισμένος η φιξαρισμένη το φιξαρισμένο
      γενική του φιξαρισμένου της φιξαρισμένης του φιξαρισμένου
    αιτιατική τον φιξαρισμένο τη φιξαρισμένη το φιξαρισμένο
     κλητική φιξαρισμένε φιξαρισμένη φιξαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιξαρισμένοι οι φιξαρισμένες τα φιξαρισμένα
      γενική των φιξαρισμένων των φιξαρισμένων των φιξαρισμένων
    αιτιατική τους φιξαρισμένους τις φιξαρισμένες τα φιξαρισμένα
     κλητική φιξαρισμένοι φιξαρισμένες φιξαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιξαρισμένος < φιξάρω < φιξ < γαλλικό fixe

  Μετοχή επεξεργασία

φιξαρισμένος ,-η,-ο

  1. κάτι σταθερό που έχει καθοριστεί και δεν μεταβάλλεται
    φιξαρισμένο ραντεβού, ημερομηνία, μηχάνημα (οι ενδείξεις ή οι προδιαγραφές του)
  2. που δεν αποσυναρμολογείται, είναι σταθερό, αμετακίνητο (έπιπλο, δοκός, τροχόσπιτο κ.λπ. αντικείμενα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία