Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλήσυχος η φιλήσυχη το φιλήσυχο
      γενική του φιλήσυχου της φιλήσυχης του φιλήσυχου
    αιτιατική τον φιλήσυχο τη φιλήσυχη το φιλήσυχο
     κλητική φιλήσυχε φιλήσυχη φιλήσυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλήσυχοι οι φιλήσυχες τα φιλήσυχα
      γενική των φιλήσυχων των φιλήσυχων των φιλήσυχων
    αιτιατική τους φιλήσυχους τις φιλήσυχες τα φιλήσυχα
     κλητική φιλήσυχοι φιλήσυχες φιλήσυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλήσυχος < φιλ- (< φίλος) + ήσυχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fiˈli.si.xos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /fiˈli.si.çi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /fiˈli.si.xo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

φιλήσυχος, -η, -ο

  1. που αγαπά την ησυχία του
  2. (ειδικότερα) που σέβεται και τηρεί τους νόμους, που αποφεύγει την φασαρία
     συνώνυμα: νομιμόφρων, νομοταγής
     αντώνυμα: ταραχοποιός

  Μεταφράσεις επεξεργασία