νομοταγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νομοταγής | η | νομοταγής | το | νομοταγές |
γενική | του | νομοταγούς* | της | νομοταγούς | του | νομοταγούς |
αιτιατική | τον | νομοταγή | τη | νομοταγή | το | νομοταγές |
κλητική | νομοταγή(ς) | νομοταγής | νομοταγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νομοταγείς | οι | νομοταγείς | τα | νομοταγή |
γενική | των | νομοταγών | των | νομοταγών | των | νομοταγών |
αιτιατική | τους | νομοταγείς | τις | νομοταγείς | τα | νομοταγή |
κλητική | νομοταγείς | νομοταγείς | νομοταγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανομοταγής -ής -ές
- που υποτάσσεται στους νόμους
- οι νομοταγείς πολίτες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νομοταγής
|