Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιδομάλλης η φιδομάλλα
φιδομαλλού
φιδομαλλούσα
το φιδομάλλικο
      γενική του φιδομάλλη της φιδομάλλας
φιδομαλλούς
φιδομαλλούσας
του φιδομάλλικου
    αιτιατική τον φιδομάλλη τη φιδομάλλα
φιδομαλλού
φιδομαλλούσα
το φιδομάλλικο
     κλητική φιδομάλλη φιδομάλλα
φιδομαλλού
φιδομαλλούσα
φιδομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιδομάλληδες οι φιδομάλλες
φιδομαλλούδες
φιδομαλλούσες
τα φιδομάλλικα
      γενική των φιδομάλληδων των
φιδομαλλούδων
των φιδομάλλικων
    αιτιατική τους φιδομάλληδες τις φιδομάλλες
φιδομαλλούδες
φιδομαλλούσες
τα φιδομάλλικα
     κλητική φιδομάλληδες φιδομάλλες
φιδομαλλούδες
φιδομαλλούσες
φιδομάλλικα
Το θηλυκό, σε , -ού και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιδομάλλης < φίδ(ι) + -ο- + -μάλλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.ðoˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐δο‐μάλ‐λης

  Επίθετο επεξεργασία

φιδομάλλης, -α/ού/ούσα, -ικο

  1. που έχει φίδια για μαλλιά
  2. που τα μαλλιά του μοιάζουν με φίδια, είναι οφιοειδή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία