φερομόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φερομόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pheromone < αρχαία ελληνική φέρω + hormone (< αρχαία ελληνική ὁρμή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fe.ɾoˈmo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φε‐ρο‐μό‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφερομόνη θηλυκό
- (νεολογισμός, βιολογία) χημική ουσία που απελευθερώνεται από ζώα ή φυτά, προκειμένου να επικοινωνήσουν με άλλα όμοιά τους στο περιβάλλον τους
- ※ Όπως διαπίστωσαν ιάπωνες ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Ναγκόγια, οι γηραιότερες φτέρες απελευθερώνουν φερομόνες οι οποίες καθορίζουν το φύλο των νεότερων φυτών – διατηρώντας με τον τρόπο αυτόν μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο φύλα με στόχο τη γρήγορη αναπαραγωγή του είδους. Το μυστικό, σύμφωνα με τους Ιάπωνες, κρύβεται στην φερομόνη γιβερελίνη, η οποία κάνει τα φυτά να αναπτύσσουν αρσενικά αναπαραγωγικά όργανα. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φερομόνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr