γιβερελίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιβερελίνη < αγγλική gibberellin < λατινική gibber < gibbus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιβερελίνη θηλυκό
- (βοτανική, βιολογία) είδος φερομόνης που σχετίζεται με την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή των φυτών. Πρωτοαπομονώθηκε από τον μύκητα Gibberella fujikuroi.
- Όπως διαπίστωσαν ιάπωνες ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Ναγκόγια, οι γηραιότερες φτέρες απελευθερώνουν φερομόνες οι οποίες καθορίζουν το φύλο των νεότερων φυτών – διατηρώντας με τον τρόπο αυτόν μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο φύλα με στόχο τη γρήγορη αναπαραγωγή του είδους. Το μυστικό, σύμφωνα με τους Ιάπωνες, κρύβεται στην φερομόνη γιβερελίνη, η οποία κάνει τα φυτά να αναπτύσσουν αρσενικά αναπαραγωγικά όργανα. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιβερελίνη