φαγεντιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφαγεντιανός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη φαγιάντσα, με το σκεύος, κυρίως το αγγείο, που ήταν κατασκευασμένο από πορώδη πηλό και είχε επικάλυψη σμάλτου και προέρχονταν κυρίως από την ιταλική πόλη Φαέντσα (παλιότερα Φαβεντία). Αυτό μπορεί να προερχόταν και από τη γαλλική πόλη Φαγιάνς (Fayence).
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαγεντιανός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φαγεντιανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας