↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαγεντιανός η φαγεντιανή το φαγεντιανό
      γενική του φαγεντιανού της φαγεντιανής του φαγεντιανού
    αιτιατική τον φαγεντιανό τη φαγεντιανή το φαγεντιανό
     κλητική φαγεντιανέ φαγεντιανή φαγεντιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαγεντιανοί οι φαγεντιανές τα φαγεντιανά
      γενική των φαγεντιανών των φαγεντιανών των φαγεντιανών
    αιτιατική τους φαγεντιανούς τις φαγεντιανές τα φαγεντιανά
     κλητική φαγεντιανοί φαγεντιανές φαγεντιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαγεντιανός < (λόγιο δάνειο) γαλλική fayence < Fayence < Faenza (πόλη της Ιταλίας)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

φαγεντιανός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με τη φαγιάντσα, με το σκεύος, κυρίως το αγγείο, που ήταν κατασκευασμένο από πορώδη πηλό και είχε επικάλυψη σμάλτου και προέρχονταν κυρίως από την ιταλική πόλη Φαέντσα (παλιότερα Φαβεντία). Αυτό μπορεί να προερχόταν και από τη γαλλική πόλη Φαγιάνς (Fayence).

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία