Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαγιάντσα οι φαγιάντσες
      γενική της φαγιάντσας
    αιτιατική τη φαγιάντσα τις φαγιάντσες
     κλητική φαγιάντσα φαγιάντσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγιάντσα < (λόγιο δάνειο) γαλλική faïence[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈʝan.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐γιάν‐τσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαγιάντσα θηλυκό και φαγιάνς

  1. είδος πηλού, εξαιρετικής ποιότητας, συνήθως λευκός
  2. αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτόν τον πηλό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία