υστερότοκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υστερότοκος | η | υστερότοκος & υστερότοκη |
το | υστερότοκο |
γενική | του | υστεροτόκου & υστερότοκου |
της | υστεροτόκου & υστερότοκης |
του | υστεροτόκου & υστερότοκου |
αιτιατική | τον | υστερότοκο | την | υστερότοκο & υστερότοκη |
το | υστερότοκο |
κλητική | υστερότοκε | υστερότοκε & υστερότοκη |
υστερότοκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υστερότοκοι | οι | υστερότοκοι & υστερότοκες |
τα | υστερότοκα |
γενική | των | υστεροτόκων & υστερότοκων |
των | υστεροτόκων & υστερότοκων |
των | υστεροτόκων & υστερότοκων |
αιτιατική | τους | υστεροτόκους & υστερότοκους |
τις | υστεροτόκους & υστερότοκες |
τα | υστερότοκα |
κλητική | υστερότοκοι | υστερότοκοι & υστερότοκες |
υστερότοκα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υστερότοκος < μεσαιωνική ελληνική ὑστερότοκος[1] < αρχαία ελληνική ὕστερος + τόκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.steˈro.to.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στε‐ρό‐το‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαυστερότοκος, -ος/-η, -ο
- που γεννήθηκε τελευταίος
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυστερότοκος αρσενικό (θηλυκό υστερότοκη)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υστερότοκος
- ↑ ὑστερότοκος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)