στερνοπαίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στερνοπαίδι | τα | στερνοπαίδια |
γενική | του | στερνοπαιδιού | των | στερνοπαιδιών |
αιτιατική | το | στερνοπαίδι | τα | στερνοπαίδια |
κλητική | στερνοπαίδι | στερνοπαίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στερνοπαίδι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) (λαϊκότροπο) το μικρότερο και τελευταίο παιδί μιας οικογένειας