Βενιαμίν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βενιαμίν < εβραϊκή בנימין (binyāmīn) < בן (bén: γιος < πρωτοσημιτική *bin-) + ימין (yamín: δεξί χέρι < πρωτοσημιτική *yamīn-)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βενιαμίν αρσενικό άκλιτο
- ανδρικό όνομα
- το τελευταίο και αγαπημένο παιδί των βιβλικών προσώπων Ιακώβ και Ραχήλ
- (μετωνυμία) στερνοπαίδι
- άλλες μορφές: βενιαμίν
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Βενιαμίν στη Βικιπαίδεια