βενιαμίν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βενιαμίν < ελληνιστική κοινή Βενιαμίν[1] [2] < εβραϊκή בנימין (binyāmīn) < בן (bén: γιος < πρωτοσημιτική *bin-) + ימין (yamín: δεξί χέρι < πρωτοσημιτική *yamīn-)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βενιαμίν αρσενικό άκλιτο
- (μετωνυμία) ο υστερότοκος, το στερνοπαίδι
- (κατ’ επέκταση) το πιο νέο μέλος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βενιαμίν
Μεταφράσεις επεξεργασία
βενιαμίν
|
- ↑ βενιαμίν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ βενιαμίν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)