Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσπόρι τα αποσπόρια
      γενική του αποσποριού των αποσποριών
    αιτιατική το αποσπόρι τα αποσπόρια
     κλητική αποσπόρι αποσπόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσπόρι < απο- + σπόρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσπόρι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) το στερνοπαίδι
  2. (λαϊκότροπο) το παιδί που γέννησαν ηλικιωμένοι γονείς
  3. (στον πληθυντικό) αποσπόρια: (λαϊκότροπο) απομεινάρια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία