αποσπόρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποσπόρι | τα | αποσπόρια |
γενική | του | αποσποριού | των | αποσποριών |
αιτιατική | το | αποσπόρι | τα | αποσπόρια |
κλητική | αποσπόρι | αποσπόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααποσπόρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το στερνοπαίδι
- (λαϊκότροπο) το παιδί που γέννησαν ηλικιωμένοι γονείς
- (στον πληθυντικό) αποσπόρια: (λαϊκότροπο) απομεινάρια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία το παιδί που γέννησαν ηλικιωμένοι γονείς
|
άλλες σημασίες
|