υπόστικτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπόστικτος < υπό- + στικτός < ελληνιστική κοινή ὑποστικτέον < ὑποστίζω
Επίθετο επεξεργασία
υπόστικτος, -η, -ο
- που έχει από κάτω μικρά στίγματα, μικρές τελίτσες
- (επιγραφική) υπόστικτο γράμμα: δεν σώζεται ακέραιο και η αναγνώρισή του δεν είναι ασφαλής[1]
- Για το αρχαίο όνομα Τκούνθα̣ που βρέθηκε σε επιγραφή, δεν είμαστε σίγουροι για το τελευταίο γράμμα, γι' αυτό καταγράφεται υπόστικτο.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπόστικτος
|