↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόστικτος η υπόστικτη το υπόστικτο
      γενική του υπόστικτου της υπόστικτης του υπόστικτου
    αιτιατική τον υπόστικτο την υπόστικτη το υπόστικτο
     κλητική υπόστικτε υπόστικτη υπόστικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόστικτοι οι υπόστικτες τα υπόστικτα
      γενική των υπόστικτων των υπόστικτων των υπόστικτων
    αιτιατική τους υπόστικτους τις υπόστικτες τα υπόστικτα
     κλητική υπόστικτοι υπόστικτες υπόστικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπόστικτος < υπό- + στικτός < ελληνιστική κοινή ὑποστικτέον < ὑποστίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

υπόστικτος, -η, -ο

  1. που έχει από κάτω μικρά στίγματα, μικρές τελίτσες
  2. (επιγραφική) υπόστικτο γράμμα: δεν σώζεται ακέραιο και η αναγνώρισή του δεν είναι ασφαλής[1]
    Για το αρχαίο όνομα Τκούνθα̣ που βρέθηκε σε επιγραφή, δεν είμαστε σίγουροι για το τελευταίο γράμμα, γι' αυτό καταγράφεται υπόστικτο.
     συνώνυμα: υπεστιγμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Εισαγωγή, Ανθολογία Επιγραφών στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  • ※  Εκδοτικά σύμβολα στο: Οικονομάκη, Νίκη. Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος (2015) Εισαγωγή στην Επιγραφική - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
    υπεστιγμένα γράμματα, όταν η ανάγνωσή τους είναι αμφίβολη ασχέτως των συμφραζομένων. Γράμματα μερικώς σωζόμενα ή εξίτηλα, τα οποία ως μεμονωμένα γράμματα δεν μπορούν να ταυτιστούν με βεβαιότητα. Η τελική επιλογή του συγκεκριμένου γράμματος μεταξύ άλλων πιθανών αποτελεί επιλογή του εκδότη και εξαρτάται από τα συμφραζόμενα. Αν το γράμμα σώζεται μερικώς αλλά το σωζόμενο τμήμα του επιτρέπει την ασφαλή ταύτισή του, τότε δεν χρειάζεται υποστιγμή.