υπόσπονδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπόσπονδος < αρχαία ελληνική ὑπόσπονδος < ὑπό + σπονδή
Επίθετο επεξεργασία
υπόσπονδος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που προστατεύεται από συμφωνίες ή συνθήκες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπόσπονδος