Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόκεντρο τα υπόκεντρα
      γενική του υπόκεντρου
υποκέντρου
των υπόκεντρων
υποκέντρων
    αιτιατική το υπόκεντρο τα υπόκεντρα
     κλητική υπόκεντρο υπόκεντρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόκεντρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική hypocentre < αρχαία ελληνική ὑπό + κέντρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόκεντρο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία