υποβλεπόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
υποβλεπόμενος
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υποβλέπω
- ※ Το Αρχιπέλαγος για την Ελλάδα είναι όχι μόνο κοιτίδα της τουριστικής βιομηχανίας αλλά και ζωτικός εθνικός χώρος, υποβλεπόμενος μάλιστα από τη γείτονα. (εφ. Καθημερινή, 27/05/2006)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποβλεπόμενος
|