υποβλέπω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποβλέπω < αρχαία ελληνική ὑποβλέπω < ὑπό + βλέπω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ipɔˈvlεpɔ/
- συλλαβισμός : υ‐πο‐βλέ‐πω
ΡήμαΕπεξεργασία
υποβλέπω (παθητική φωνή: υποβλέπομαι)
- (λόγιο) προσπαθώ φθονώντας και βλάπτοντας (ύπουλα) κάποιον να ιδιοποιηθώ (αθέμιτα) κάτι δικό του
Επεξεργασία
- αλληλοϋποβλέπομαι
- αλληλοϋποβλεπόμενος
- υποβλεπόμενος
- → δείτε τις λέξεις υπό και βλέπω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «υποβλέπω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.