Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπροσφορά οι υπερπροσφορές
      γενική της υπερπροσφοράς των υπερπροσφορών
    αιτιατική την υπερπροσφορά τις υπερπροσφορές
     κλητική υπερπροσφορά υπερπροσφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

υπερπροσφορά < υπέρ (υπερβάλλουσα, που ξεπερνά) + προσφορά (οικονομικός όρος, η διαθέσιμη ποσότητα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερπροσφορά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

υπερπροσφορά < υπέρ (<υπερβολική, υπέρμετρη) + προσφορά (με την σημασία της ευκαιρίας, της έκπτωσης στην τιμή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερπροσφορά θηλυκό

  • (εμπόριο) πώληση εμπορευμάτων ή υπηρεσιών σε πολύ μειωμένη τιμή, που θεωρείται μεγάλη ή σούπερ προσφορά προς το αγοραστικό κοινό, λόγω της εξαιρετικής έκπτωσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία