υπερβάλλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπερβάλλων & υπερβάλλοντας |
η | υπερβάλλουσα | το | υπερβάλλον |
γενική | του | υπερβάλλοντος & υπερβάλλοντα |
της | υπερβάλλουσας & υπερβαλλούσης* |
του | υπερβάλλοντος |
αιτιατική | τον | υπερβάλλοντα | την | υπερβάλλουσα | το | υπερβάλλον |
κλητική | υπερβάλλων & υπερβάλλοντα |
υπερβάλλουσα | υπερβάλλον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπερβάλλοντες | οι | υπερβάλλουσες | τα | υπερβάλλοντα |
γενική | των | υπερβαλλόντων | των | υπερβαλλουσών | των | υπερβαλλόντων |
αιτιατική | τους | υπερβάλλοντες | τις | υπερβάλλουσες | τα | υπερβάλλοντα |
κλητική | υπερβάλλοντες | υπερβάλλουσες | υπερβάλλοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερβάλλων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος υπερβάλλω
Μετοχή
επεξεργασίαυπερβάλλων
- που υπερβάλλει, που ξεπερνά το μέτρο, υπερβολικός
- ⮡ παρεκτράπηκε από υπερβάλλοντα ζήλο
- άλλες μορφές: υπερβάλλοντας