ὑπερβάλλων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὑπερβάλλων < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαὑπερβάλλων, -ουσα, -ον συχνά σε επιθετική χρήση, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὑπερβάλλω
- υπερβαίνω τα όρια, είμαι υπερβολικός, υπέρμετρος, αλόγιστος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατ’ Ἀριστοκράτους, 122 @scaife.perseus
- ἀλλʼ ἄχρι τούτου καὶ φιλεῖν, οἶμαι, χρὴ καὶ μισεῖν, μηδετέρου τὸν καιρὸν ὑπερβάλλοντας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 402e
- σωφροσύνῃ καὶ ἡδονῇ ὑπερβαλλούσῃ ἔστι τις κοινωνία;
- υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ της εγκρατείας και της υπερβολικής ηδονής;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- σωφροσύνῃ καὶ ἡδονῇ ὑπερβαλλούσῃ ἔστι τις κοινωνία;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατ’ Ἀριστοκράτους, 122 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ὑπερβάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπερβάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu