special
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | special |
συγκριτικός | more special |
υπερθετικός | most special |
Επίθετο
επεξεργασίαspecial (en)
- ειδικός, ιδιαίτερος, όχι συνηθισμένο, διαφορετικό από αυτό που είναι φυσιολογικό
- ⮡ special characteristics - ειδικά χαρακτηριστικά
- ⮡ I take special care of something.
- Καταβάλλω ειδική/ιδιαίτερη φροντίδα για κάτι.
- ⮡ my special interests - τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά μου
- ≈ συνώνυμα: particular
- ειδικός, έκτακτος, πιο σημαντικό από τους άλλους, που αξίζει ή παίρνει περισσότερη προσοχή από ό,τι συνήθως
- ⮡ special edition/make - ειδική έκδοση/κατασκευή
- ⮡ only on special occasions - μόνο σε έκτακτες περιστάσεις
- ειδικός, οργανώνεται ή προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- special - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261, 273. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικός, έκτακτος