Δείτε επίσης: spécial
παραθετικά
θετικός special
συγκριτικός more special
υπερθετικός most special

  Επίθετο

επεξεργασία

special (en)

  1. ειδικός, ιδιαίτερος, όχι συνηθισμένο, διαφορετικό από αυτό που είναι φυσιολογικό
    ⮡  special characteristics - ειδικά χαρακτηριστικά
    ⮡  I take special care of something.
    Καταβάλλω ειδική/ιδιαίτερη φροντίδα για κάτι.
    ⮡  my special interests - τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά μου
     συνώνυμα: particular
  2. ειδικός, έκτακτος, πιο σημαντικό από τους άλλους, που αξίζει ή παίρνει περισσότερη προσοχή από ό,τι συνήθως
    ⮡  special edition/make - ειδική έκδοση/κατασκευή
    ⮡  only on special occasions - μόνο σε έκτακτες περιστάσεις
  3. ειδικός, οργανώνεται ή προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  The money is for a special purpose.
    Τα χρήματα είναι για ειδικό σκοπό
    ⮡  special research/study/method - ειδική έρευνα/μελέτη/μέθοδος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη specific

Παράγωγα

επεξεργασία