Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υαλόφρακτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υαλόφρακτ
ος
η
υαλόφρακτ
η
το
υαλόφρακτ
ο
γενική
του
υαλόφρακτ
ου
της
υαλόφρακτ
ης
του
υαλόφρακτ
ου
αιτιατική
τον
υαλόφρακτ
ο
την
υαλόφρακτ
η
το
υαλόφρακτ
ο
κλητική
υαλόφρακτ
ε
υαλόφρακτ
η
υαλόφρακτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υαλόφρακτ
οι
οι
υαλόφρακτ
ες
τα
υαλόφρακτ
α
γενική
των
υαλόφρακτ
ων
των
υαλόφρακτ
ων
των
υαλόφρακτ
ων
αιτιατική
τους
υαλόφρακτ
ους
τις
υαλόφρακτ
ες
τα
υαλόφρακτ
α
κλητική
υαλόφρακτ
οι
υαλόφρακτ
ες
υαλόφρακτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υαλόφρακτος
<
ύαλος
+
-ο-
+
φράσσω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
υαλόφρακτος, -η, -ο
που
περιβάλλεται
ή
καλύπτεται
από
υαλοπίνακες
, από
τζάμια
(
ουσιαστικοποιημένο
)
υαλόφρακτο
:
τζαμαρία
,
τζαμωτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ύαλος
,
γυαλί
και
φράσσω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
υαλοσκεπής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υαλόφρακτος
τουρκικά
:
camekânlı
(tr)