Δείτε επίσης: Τρυγητής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρυγητής οι τρυγητές
τρυγητάδες
      γενική του τρυγητή των τρυγητών
τρυγητάδων
    αιτιατική τον τρυγητή τους τρυγητές
τρυγητάδες
     κλητική τρυγητή τρυγητές
τρυγητάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυγητής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τρυγητής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.ʝiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυ‐γη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυγητής αρσενικό (θηλυκό τρυγήτρα)

  1. αυτός που τρυγά καρπούς, ειδικότερα, σταφύλια, καθώς επίσης και μέλι
  2. για τον μήνα → δείτε τη λέξη Τρυγητής

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρυγητής οἱ τρυγηταί
      γενική τοῦ τρυγητοῦ τῶν τρυγητῶν
      δοτική τῷ τρυγητ τοῖς τρυγηταῖς
    αιτιατική τὸν τρυγητήν τοὺς τρυγητᾱ́ς
     κλητική ! τρυγητᾰ́ τρυγηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρυγητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τρυγηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυγητής αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία