Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρομαχτικός η τρομαχτική το τρομαχτικό
      γενική του τρομαχτικού της τρομαχτικής του τρομαχτικού
    αιτιατική τον τρομαχτικό την τρομαχτική το τρομαχτικό
     κλητική τρομαχτικέ τρομαχτική τρομαχτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρομαχτικοί οι τρομαχτικές τα τρομαχτικά
      γενική των τρομαχτικών των τρομαχτικών των τρομαχτικών
    αιτιατική τους τρομαχτικούς τις τρομαχτικές τα τρομαχτικά
     κλητική τρομαχτικοί τρομαχτικές τρομαχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρομαχτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τρομαχτικός, -ή, -ό και τρομακτικός

  1. που προκαλεί τον τρόμο, που σε κάνει να τρομάζεις
    ακούστηκε ένας τρομαχτικός θόρυβος και ύστερα έγινε ο σεισμός
  2. τόσο μεγάλος που προκαλεί το δέος
    τα τελευταία χρόνια η τεχνολογία έκανε τρομαχτική πρόοδο

  Μεταφράσεις επεξεργασία