effrayant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- effrayant < effrayer
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | effrayant | effrayants |
θηλυκό | effrayante | effrayantes |
effrayant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | effrayant | effrayants |
θηλυκό | effrayante | effrayantes |
effrayant (fr)