↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριανδρία οι τριανδρίες
      γενική της τριανδρίας των τριανδριών
    αιτιατική την τριανδρία τις τριανδρίες
     κλητική τριανδρία τριανδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριανδρία < τρι (από το τρία) + ανδρ (από το θέμα της γενικής ἀνδρός της λέξης ἀνήρ, + -ία, μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική triumviratus και γαλλικά triumvirat[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾi.anˈðɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐αν‐δρί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριανδρία θηλυκό

  1. (ιστορία, πολιτική) όρος της πολιτικής στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία για την τριαρχία. Αρχικά σήμαινε την άσκηση απλών δημοτικών εξουσιών (π.χ. επίβλεψη των φυλακών), αλλά κατοπινά σήμαινε την άσκηση πολιτικής εξουσίας σε όλη την αυτοκρατορία από τρεις ισοδύναμους άνδρες, εκπροσώπους ισάριθμων τάσεων τότε στα στρατεύματα και στην πολιτική
  2. ομάδα από τρεις άνδρες που συγκυβερνούν ή συνδιοικούν

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία