τριανδρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριανδρία < τρι (από το τρία) + ανδρ (από το θέμα της γενικής ἀνδρός της λέξης ἀνήρ, + -ία, μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική triumviratus και γαλλικά triumvirat[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾi.anˈðɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐αν‐δρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριανδρία θηλυκό
- (ιστορία, πολιτική) όρος της πολιτικής στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία για την τριαρχία. Αρχικά σήμαινε την άσκηση απλών δημοτικών εξουσιών (π.χ. επίβλεψη των φυλακών), αλλά κατοπινά σήμαινε την άσκηση πολιτικής εξουσίας σε όλη την αυτοκρατορία από τρεις ισοδύναμους άνδρες, εκπροσώπους ισάριθμων τάσεων τότε στα στρατεύματα και στην πολιτική
- ομάδα από τρεις άνδρες που συγκυβερνούν ή συνδιοικούν
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τριανδρία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριανδρία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τριανδρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας