τριαρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριαρχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριαρχία, που είναι (μεταφραστικό δάνειο) λατινική triumviratus (παράβαλε την ετυμολογία του «τριανδρία»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριαρχία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριαρχία
→ δείτε τη λέξη τριανδρία |
Πηγές
επεξεργασία- τριαρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας