↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρεπονημάτωση οι τρεπονηματώσεις
      γενική της τρεπονημάτωσης* των τρεπονηματώσεων
    αιτιατική την τρεπονημάτωση τις τρεπονηματώσεις
     κλητική τρεπονημάτωση τρεπονηματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τρεπονηματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρεπονημάτωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τρεπονημάτω(σις) + -ση, (λόγιο δάνειο) αγγλική treponematosis[1] < νεολατινικά treponema[2] < τρεπο- (αρχαία ελληνική τρέπω + νηματ- (αρχαία ελληνική νῆμα) -ωση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾe.po.niˈma.to.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρε‐πο‐νη‐μά‐τω‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρεπονημάτωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε και τις λέξεις νηματώδης και νήμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. τρεπόνημα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.