τρεπόνημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρεπόνημα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Treponema < αρχαία ελληνική τρέπω + νῆμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρεπόνημα ουδέτερο
- (μικροβιολογία) ονομασία διαφόρων ειδών σπειροχαιτών
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .