Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηματώδης η νηματώδης το νηματώδες
      γενική του νηματώδους της νηματώδους του νηματώδους
    αιτιατική τον νηματώδη τη νηματώδη το νηματώδες
     κλητική νηματώδη(ς) νηματώδης νηματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηματώδεις οι νηματώδεις τα νηματώδη
      γενική των νηματωδών των νηματωδών των νηματωδών
    αιτιατική τους νηματώδεις τις νηματώδεις τα νηματώδη
     κλητική νηματώδεις νηματώδεις νηματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηματώδης < ελληνιστική κοινή νηματώδης < αρχαία ελληνική νῆμα

  Επίθετο επεξεργασία

νηματώδης

  1. (λόγιο) που μοιάζει με νήμα
    άλλες μορφές: νηματοειδής
  2. (λόγιο) που αποτελείται από νήματα
    άλλες μορφές: νημάτινος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) νηματώδη

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη νήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία