Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηματώδεις < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου νηματώδης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nématodes[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nematodes[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νηματώδεις αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 νηματώδειςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)