νημάτινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
νημάτινος, -η, -ο
- που περιέχει νήματα ή αποτελείται απ’ αυτά
- που το σχήμα του είναι όμοιο με νήμα, που μοιάζει μ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη νήμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
νημάτινος
|