↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραμπολίνο τα τραμπολίνα
      γενική του τραμπολίνου των τραμπολίνων
    αιτιατική το τραμπολίνο τα τραμπολίνα
     κλητική τραμπολίνο τραμπολίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τραμπολίνο (Μπακού, 2021).

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραμπολίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική trampolino < ιταλική trampoli < γερμανική trampeln (ποδοκροτώ, ποδοπατώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραμπολίνο ουδέτερο

  1. όργανο γυμναστικής που αποτελείται από ελαστικό και ανθεκτικό ύφασμα πάνω στο οποίο εκτελούνται ακροβατικές ασκήσεις
  2. (αθλητισμός, συνεκδοχικά) το αντίστοιχο ολυμπιακό άθλημα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τραμπολίνοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)