τραμπολίνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραμπολίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική trampolino < ιταλική trampoli < γερμανική trampeln (ποδοκροτώ, ποδοπατώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραμπολίνο ουδέτερο
- όργανο γυμναστικής που αποτελείται από ελαστικό και ανθεκτικό ύφασμα πάνω στο οποίο εκτελούνται ακροβατικές ασκήσεις
- (αθλητισμός, συνεκδοχικά) το αντίστοιχο ολυμπιακό άθλημα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραμπολίνο
Πηγές
επεξεργασία- τραμπολίνο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)