τουρκόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατουρκόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα τουρκικά
- ⮡ Πολλοί τουρκόφωνοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 στη Μακεδονία.
- ⮡ ο τουρκόφωνος της Δυτικής Θράκης
- (συνεκδοχικά) αυτός που ομιλεί οποιαδήποτε γλώσσα ανήκει στην οικογένεια των τουρκικών γλωσσών
Ουσιαστικό
επεξεργασίατουρκόφωνος αρσενικό
- αυτός που μιλάει τουρκικά
Συγγενικά
επεξεργασία- τουρκοφωνία
- → δείτε τις λέξεις Τούρκος και φωνή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομιλητής σύγχρονων τουρκικών
ομιλητής οιασήποτε τουρκικής γλώσσας