Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουρκοπουλιέρης οι τουρκοπουλιέρηδες
      γενική του τουρκοπουλιέρη των τουρκοπουλιέρηδων
    αιτιατική τον τουρκοπουλιέρη τους τουρκοπουλιέρηδες
     κλητική τουρκοπουλιέρη τουρκοπουλιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουρκοπουλιέρης < μεσαιωνική ελληνική τουρκοπουλιέρης Τούρκος + -πουλος +-ιέρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουρκοπουλιέρης αρσενικό (κυπριακά)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουρκοπουλιέρης < Toῦρκ(ος) + -όπουλος + -ιέρης λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουρκοπουλιέρης αρσενικό

  • τουρκοπουλιέρης
    ※  15ος αιώνας Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... (αποδίδεται στον Λεόντιο Μαχαιρά)
    ἔναι μόδος νὰ πάρῃ ὁ σὶρ Τιπὰτ τὸ Κουρίκος διὰ πολλαῖς ἂφορμαῖς· πρῶτον, εἶναι καβαλλάρης σου καὶ τουρκοπουλιέρης σου […] (books.google)

Συγγενικά επεξεργασία