↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουρά οι τουρές
      γενική της τουράς των τουρών
    αιτιατική την τουρά τις τουρές
     κλητική τουρά τουρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πρώιμη τουρά του σουλτάνου Ορχάν (1326-59) (Μουσείο Τοπ Καπί)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τουρά < τουρκική tura < tuğra < οθωμανική τουρκική طغرا (tuğra) < πρωτοτουρκική *tuġraġ (οιωνός, σημάδι, σύμβολο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τουρά θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία