τουγρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουγρά | οι | τουγρές |
γενική | της | τουγράς | των | τουγρών |
αιτιατική | την | τουγρά | τις | τουγρές |
κλητική | τουγρά | τουγρές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τουγρά < τουρκική tuğra < οθωμανική τουρκική طغرا (tuğra) < πρωτοτουρκική *tuġraġ (οιωνός, σημάδι, σύμβολο)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τουγρά θηλυκό
- (ιστορία) άλλη μορφή του τουρά
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
τουρά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τουγρά
|