τοξικολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοξικολογία | οι | τοξικολογίες |
γενική | της | τοξικολογίας | των | τοξικολογιών |
αιτιατική | την | τοξικολογία | τις | τοξικολογίες |
κλητική | τοξικολογία | τοξικολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοξικολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toxicologie[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική toxicology[1] < αρχαία ελληνική τόξον + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοξικολογία θηλυκό
- (ιατρική) ο κλάδος που μελετά την επίδραση των τοξικών ουσιών στον οργανισμό και αναζητεί μεθόδους για την εξουδετέρωσή τους
Συγγενικά
επεξεργασία- οικοτοξικολογία
- οικοτοξικολογικός
- τοξικολογικά
- τοξικολογικός
- τοξικολογικώς
- τοξικολόγος
- → δείτε τις λέξεις τοξικός, τόξο και λέγω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοξικολογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 τοξικολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ τοξικολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας