τοξικολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοξικολογικά < τοξικολογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίατοξικολογικά
- από τοξικολογικής απόψεως
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοξικολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατοξικολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τοξικολογικός