τοξικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοξικολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toxicologue[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική toxicologist[1] < αρχαία ελληνική τόξον + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοξικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, ιατρική) ιατρός με ειδίκευση στην τοξικολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοξικολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 τοξικολόγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)