οικοτοξικολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοτοξικολογικός < οικοτοξικολογ(ία) + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecotoxicological[1])
Επίθετο επεξεργασία
οικοτοξικολογικός, -ή, -ό
- (οικολογία, βιολογία) σχετικός με την οικοτοξικολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοτοξικολογικός
- ↑ οικοτοξικολογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)