τιθασός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | τιθασός | τὸ | τιθασόν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | τιθασοῦ | τοῦ | τιθασοῦ | ||
δοτική | τῷ/τῇ | τιθασῷ | τῷ | τιθασῷ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | τιθασόν | τὸ | τιθασόν | ||
κλητική ὦ! | τιθασέ | τιθασόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | τιθασοί | τὰ | τιθασᾰ́ | ||
γενική | τῶν | τιθασῶν | τῶν | τιθασῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | τιθασοῖς | τοῖς | τιθασοῖς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | τιθασούς | τὰ | τιθασᾰ́ | ||
κλητική ὦ! | τιθασοί | τιθασᾰ́ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τιθασώ | τὼ | τιθασώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τιθασοῖν | τοῖν | τιθασοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τιθασός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατιθασός, -ός, -όν, συγκριτικός :τιθασότερος, υπερθετικός : τιθασότατος
- (για άγρια ζώα) εξημερωμένος, ήμερος, κατοικίδιος
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 14.2, 5 @perseus.tufts.edu @wikisource
- ἐξέπληττον δʼ ἔτι μᾶλλον οἱ περδικοτρόφοι κομίζοντες τοὺς τιθασοὺς καὶ τιθέντες καταντικρύ· ἐφθέγγοντο γὰρ πρὸς τὴν γραφὴν οἱ πέρδικες καὶ ὠχλαγώγουν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα τὰ χερσαῖα ἢ τὰ ἔνυδρα, 2, 5, 959ε @scaife.perseus
- τιθασὸν δὲ χῆνα καὶ περιστεράν, ἐφέστιον οἰκέτιν τὸ Σοφοκλέους, οὐχ ὡς γαλαῖ καὶ αἴλουροι τροφῆς ἕνεκα διὰ λιμόν, ἀλλʼ ἐφʼ ἡδονῇ καὶ ὄψῳ διασπῶντες καὶ κατακόπτοντες ὅσον ἐστὶ τῇ φύσει φονικὸν καὶ θηριῶδες ἔρρωσαν
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 14.2, 5 @perseus.tufts.edu @wikisource
- (για φυτά) ήμερος, που καλλιεργείται σε κήπο
- (για πρόσωπα) ευκολομεταχείριστος, ευπειθής, πειθήνιος
- (μεταφορικά) εγχώριος, ντόπιος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 356 (355-356)
- ὅταν Ἄρης | τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ,
- πού χύσει | εχθρός σπιτικός δικού γαίμα
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ὅταν Ἄρης | τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 356 (355-356)
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη τιθασεύω
Πηγές
επεξεργασία- τιθασός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τιθασός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.