↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλεβαρόμετρο τα τηλεβαρόμετρα
      γενική του τηλεβαρόμετρου
τηλεβαρομέτρου
των τηλεβαρόμετρων
τηλεβαρομέτρων
    αιτιατική το τηλεβαρόμετρο τα τηλεβαρόμετρα
     κλητική τηλεβαρόμετρο τηλεβαρόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεβαρόμετρο (νεολογισμός) < τηλε- + βαρόμετρο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.le.vaˈɾo.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐βα‐ρό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεβαρόμετρο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τηλεβαρόμετροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • τηλεβαρόμετρο - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000.