↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλαισθησία οι τηλαισθησίες
      γενική της τηλαισθησίας των τηλαισθησιών
    αιτιατική την τηλαισθησία τις τηλαισθησίες
     κλητική τηλαισθησία τηλαισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλαισθησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική télésthésie[1] [2] < αρχαία ελληνική τῆλε + αἴσθησις
(μαρτυρείται από το 1891)[3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλαισθησία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τηλαισθησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τηλαισθησίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. σελ. 992, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου