διόραση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διόραση | οι | διοράσεις |
γενική | της | διόρασης* | των | διοράσεων |
αιτιατική | τη | διόραση | τις | διοράσεις |
κλητική | διόραση | διοράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διοράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διόραση < διορώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική clairvoyance)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διόραση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του διορώ
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- διόραση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
διόραση
|