τηλαισθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλαισθητικός < τηλαισθησία + -τικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική télesthésique < télésthésie < αρχαία ελληνική τῆλε + αἴσθησις
Επίθετο
επεξεργασίατηλαισθητικός
- που έχει σχέση με την τηλαισθησία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλαισθητικός
Πηγές
επεξεργασία- τηλαισθητικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)