τζαμωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τζαμωτός | η | τζαμωτή | το | τζαμωτό |
γενική | του | τζαμωτού | της | τζαμωτής | του | τζαμωτού |
αιτιατική | τον | τζαμωτό | την | τζαμωτή | το | τζαμωτό |
κλητική | τζαμωτέ | τζαμωτή | τζαμωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τζαμωτοί | οι | τζαμωτές | τα | τζαμωτά |
γενική | των | τζαμωτών | των | τζαμωτών | των | τζαμωτών |
αιτιατική | τους | τζαμωτούς | τις | τζαμωτές | τα | τζαμωτά |
κλητική | τζαμωτοί | τζαμωτές | τζαμωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατζαμωτός
- που αποτελείται ή καλύπτεται από τζάμι(α)
- (ουσιαστικοποιημένο) τζαμωτό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τζάμι