τετηγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τήκομαι
Μετοχή επεξεργασία
τετηγμένος
- που έχει λιώσει, έχει υποστεί τήξη, όρος που προτιμάται σε επιστημονικές ορολογίες αντί του λιωμένος